Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

θαλάσσια ἔργα

  • 1 εργον

         ἔργον
        τό
        1) дело, труд, работа
        

    ἐπὴ ἔργα τραπεσθαι Hom. — приняться за дело, за работу;

        πλείονος ἔργου ἐστίν Plat. — это требует большого труда, это трудно

        2) (воз)действие
        

    (οἴνου Arst.)

        3) деятельность, функция
        

    (ὀφθαλμοῦ Arst.)

        4) дело, долг, обязанность
        

    (ἀγαθοῦ πολίτου Plat.; τοῦ ἄρχοντος καὴ τῶν ἀρχομένων Arst.; ἀνδρῶν τόδ΄ ἐστὴν ἔ. Aesch.)

        ἔ. ἐστὴ τοῖς πρωτοστάταις θαρρύνειν τοὺς ἑπομένους Xen. — обязанностью передовых бойцов является ободрять тех, кто следует (за ними);
        ἐμὸν τόδ΄ ἔ. κρῖναι Aesch., — рассудить - мое дело

        5) надобность, необходимость, нужда
        

    ἐνταῦθα πολλης φυλακῆς ἔ. (sc. ἐστίν) Plat. — здесь нужна большая бдительность;

        οὐδὲν ἔ. ταῦτα θρηνεῖσθαι μάτην Soph. — незачем предаваться этим бесплодным жалобам;
        ὥστε ἐπέδρης μέ εἶναι ἔ. τῇ στρατιῇ Her. — а потому осада (Милета) с помощью войска была бесполезна;
        σιωπῆς οὐδὲν ἔ. ἐν κακοῖς Eur. — молчанием горю не поможешь;
        μακρῶν οὐδὲν λόγων τόδε τοὖργον Soph.не нужно многих слов

        6) забота, хлопоты, беспокойство
        ἔ. ἔχειν Xen. — брать на себя труд, заботиться (насчет чего-л.);
        ἔ. (ἐστίν) Xen., Arst., Plut.; — нелегко, хлопотно, трудно;
        ἔργα παρέχειν τινί Arph.причинять кому-л. хлопоты

        7) дело, деяние, подвиг
        

    (ἔργα πολεμήϊα, μάχης Hom. и τὰ στρατιωτικὰ ἔργα Plut.)

        ἰσχύος τε καὴ τάχους ἔργα Xen. — дела, (требующие) силы и быстроты

        8) осуществление, выполнение
        

    (εἰς ἔ. ἐξαγαγεῖν τὸ πρόβλημα Plut.)

        τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν ἐδόκει εἶναι, τὸ δ΄ ἔ. ἀδύνατον Xen. — замысел показался остроумным, но выполнение его невозможным;
        λόγοισιν εἴτ΄ ἔργσισιν Soph. — словами или делами;
        δυνάμει καὴ ἔργῳ Arst. — в возможности и в действительности;
        χωρεῖν πρὸς ἔ. Soph.приступать к исполнению

        9) сражение, битва, бой
        

    (ἐν τῷ ἔργῳ Thuc.)

        ἔργου ἔχεσθαι Thuc. — вступать в бой;
        κρατεῖν ἔ. Pind.выигрывать сражение

        10) пашня, нива
        

    (πίονα ἔργα Hom.)

        μινύθειν ἔργα ἀνθρώπων Hom. — разорять возделанные людьми поля;
        οἳ ἀμφὴ Τιταρήσιον ἔργ΄ ἐνέμοντο Hom.возделывавшие поля по берегам Титаресия

        11) владение, достояние
        ἔ. ἀέξειν Hom.приумножить достояние

        12) женская работа, рукоделье
        ἔργα ἐργάζεσθαι Hom.заниматься рукодельем

        13) ремесло, промысел, занятие
        

    θαλάσσια ἔργα Hom. — морской промысел, т.е. мореплавание или рыболовство;

        ἔργα γάμοιο Hom. — брачные дела, устройство браков;
        ἔργα ἀργύρεια Xen.серебряные рудники или добывание серебряной руды

        14) произведение, творение, изделие
        

    (ἔργα γυναικῶν Σιδονίων Hom.; τῶν τεχνιτῶν Arst.)

        κτεινόμενος ὑμέτερον ἔ. εἰμί Plut. — если я буду убит, это (будет) дело ваших рук

        15) предмет, вещь
        16) сооружение, приспособление
        17) дело, вопрос, обстоятельство
        

    πᾶν ἔ. ὑπείκειν τινί Hom.уступать (повиноваться) кому-л. во всем;

        ὅπως ἔσται τάδε ἔργα Hom. — к чему приведут эти дела, т.е. как сложатся обстоятельства;
        σὺ δ΄ οῦν ἄκουε τοὖργον Soph. — послушай же, в чем дело;
        τὰ ἔργα τῇς παιδείας Arst.вопросы воспитания

        18) событие, происшествие, факт
        

    (μέμνημαι τόδε ἔ. ἐγώ Hom.)

        19) прибыль, доход

    Древнегреческо-русский словарь > εργον

  • 2 θαλασσιος

        атт. θαλάττιος 3 и 2, Her. θᾰλασσίδιος 3
        1) морской
        

    (ἀνέμων ῥιπαί Pind.; στενωπός Aesch.; κλύδων, ἀκταί Eur.; ὕδωρ Arst.)

        θαλάσσια ἔργα Hom.морские дела (рыболовство или мореплавание)

        2) приученный к морю, опытный в мореплавании
        

    πεζοί τε καὴ θαλάσσιοι Aesch. — сухопутные и морские силы;

        ὅ πόλεμος ἀναγκάσας θαλασσίους γενέσθαι Ἀθηναίους Her. — война, заставившая афинян овладеть морским делом

        3) находящийся в море
        

    θαλάσσιον ἐκρίπτειν τινά Soph.бросить кого-л. в море

        4) живущий в море, морской
        

    (ζῷα Arst.; ἰχθῦς Plut.)

        5) подобный морю, цвета морской воды
        

    (τῇ χρόᾳ Plut.)

        6) окрашенный в морской пурпур
        

    (στρώματα Diod.)

    Древнегреческо-русский словарь > θαλασσιος

См. также в других словарях:

  • ПАНКРАТ —    • Pancrătes,          Παγκράτης,        1. сочинитель эпиграмм в греческой антологии;        2. сочинитель стихотворения Άλιευτικά и элегии Θαλάσσια έργα;        3. александрийский поэт, который был принят в александрийский музей за свои… …   Реальный словарь классических древностей

  • Αιγαίο πέλαγος — Θαλάσσια λεκάνη (250.000 τ. χλμ.) της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας στα Δ και στα Β, της Τουρκίας στα Α και των νησιών Κρήτη και Ρόδος στα Ν. Με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ έχει μήκος περίπου 640 χλμ. και πλάτος 320 χλμ., μέσα …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»